Ρίχτερ, κλίμακα

Ρίχτερ, κλίμακα
Στην κλίμακα αυτή μετράται το μέγεθος ή η ολική ενέργεια ενός σεισμού σαν ένας αριθμός μεταξύ του 0 και του 8,9. Ένας σεισμός μεγέθους 2 είναι ο μικρότερος που συνήθως γίνεται αισθητός, ενώ μερικοί από τους καταστροφικούς σεισμούς έχουν μεγέθη 8 ή περισσότερο. Γι’ αυτούς τους σεισμούς έχει υπολογιστεί ότι απελευθερώνουν ενέργεια ισοδύναμη με την ενέργεια που προέρχεται από την έκρηξη 10.000 ή και περισσότερων ατομικών βομβών. Η κλίμακα Ρ. είναι λογαριθμική, δηλ. μια αύξηση ενός δέκατου του βαθμού στην κλίμακα αυτή δείχνει ένα σεισμικό κύμα δέκα φορές μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχεί στον προηγούμενο αριθμό. Σε ένα σεισμό, το ποσό της ενέργειας που απελευθερώνεται και το μέγεθος στην κλίμακα Ρ. σχετίζεται εμπειρικά με την ακόλουθη εξίσωση: log Ε = 11,4 + 1,5M, όπου Ε η ενέργεια που απελευθερώνεται σε έργια και Μ το μέγεθος στην κλίμακα Ρ. (οι τιμές 11,4 και 1,5 μεταβάλλονται καθώς συνεχίζονται οι έρευνες και βελτιώνονται οι πειραματικές μέθοδοι). Η αύξηση κατά ένα ολόκληρο βαθμό στην κλίμακα Ρ. δείχνει ότι η ενέργεια που απελευθερώνεται είναι περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη από ό,τι στο προηγούμενο βήμα. Από την καμπύλη που αντιπροσωπεύει τη μεταβολή της ενέργειας ως συνάρτησης του μεγέθους μπορούν να γίνουν συγκρίσεις στις ενέργειες που απελευθερώνονται στους διάφορους σεισμούς. Η καμπύλη δείχνει ότι ο μεγαλύτερος γνωστός σεισμός απελευθέρωσε περίπου 700.000 φορές περισσότερη ενέργεια από ό,τι ο μικρότερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • Ρίχτερ — ο, Ν φρ. «κλίμακα Ρίχτερ» (γεω < ρυσ.) ευρέως χρησιμοποιούμενη ποσοτική μέθοδος μέτρησης τού μεγέθους ενός σεισμού που αναπτύχθηκε το 1935 από τους σεισμολόγους Φράνσις Ρίχτερ και Μπένο Γκούτεμπεργκ …   Dictionary of Greek

  • Ρίχτερ, Φ Τσαρλς — (Richter, 1900 – 1985). Αμερικανός σεισμολόγος, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας. O Ρ. επινόησε την ομώνυμη κλίμακα για την ταξινόμηση των σεισμών …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”